- συγγενέτειρα
- συγγεν-έτειρα, ἡ, (cf. γενέτης)A parent, mother, Id.El.746 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγενέτειρα — ἡ, Α κοινή μητέρα («κλεινῶν συγγενέτειρ ἀδελφῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γενέτειρα «μητέρα»] … Dictionary of Greek
συγγενέτειρ' — συγγενέτειρα , συγγενέτειρα parent fem nom/voc sg συγγενέτειραι , συγγενέτειρα parent fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)